Δύο γνωστοί, συναντιούνται στον Παράδεισο.
- Καλά, πώς πέθανες βρε Γιώργο;
- Ασε, γύρισα μία μέρα σπίτι, έπειτα από μια κοπιαστική μέρα στη δουλειά και είδα τη γυναίκα μου ολόγυμνη στο κρεβάτι μας. Αμέσως κατάλαβα, ότι ο εραστής της κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι και άρχισα να ψάχνω παντού σαν τρελός. Στη ντουλάπα, στην αποθήκη, στην κουζίνα, κάτω από τις σκάλες, παντού. Τελικά, από τη σύγχυσή μου, που δεν μπορούσα να τον βρω, έπαθα ανακοπή και έμεινα στον τόπο. Εσύ, πώς έγινε και πέθανες;
- Εγώ πήγα από πνευμονία. Γιατί, αν την ώρα που έψαχνες την κουζίνα, άνοιγες και το ψυγείο ρε βλάκα, θα την είχαμε γλιτώσει και οι δυό μας.
- Καλά, πώς πέθανες βρε Γιώργο;
- Ασε, γύρισα μία μέρα σπίτι, έπειτα από μια κοπιαστική μέρα στη δουλειά και είδα τη γυναίκα μου ολόγυμνη στο κρεβάτι μας. Αμέσως κατάλαβα, ότι ο εραστής της κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι και άρχισα να ψάχνω παντού σαν τρελός. Στη ντουλάπα, στην αποθήκη, στην κουζίνα, κάτω από τις σκάλες, παντού. Τελικά, από τη σύγχυσή μου, που δεν μπορούσα να τον βρω, έπαθα ανακοπή και έμεινα στον τόπο. Εσύ, πώς έγινε και πέθανες;
- Εγώ πήγα από πνευμονία. Γιατί, αν την ώρα που έψαχνες την κουζίνα, άνοιγες και το ψυγείο ρε βλάκα, θα την είχαμε γλιτώσει και οι δυό μας.